- διακόλλημα
- το клей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακόλλημα — stuffing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διακόλλημα — το (Α διακόλλημα) [δια κολλώ] 1. ύλη με την οποία γίνεται η συγκόλληση, κόλλα 2. ύλη με την οποία γίνεται η απόφραξη, στουπί … Dictionary of Greek